- σύμπασα
- σύμπᾱσα , σύμπαςall togetherfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
всяческая — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. в знач. сущ. (греч. ἡ συμπᾶσα), Вселенная; (πάντα), всё.… … Словарь церковнославянского языка
σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek